ὁδοιπορία — ὁδοιπορίᾱ , ὁδοιπορία walking fem nom/voc/acc dual ὁδοιπορίᾱ , ὁδοιπορία walking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίᾳ — ὁδοιπορίαι , ὁδοιπορία walking fem nom/voc pl ὁδοιπορίᾱͅ , ὁδοιπορία walking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοιπορία — η πορεία σε δρόμο, περπάτημα για πολλή ώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁδοιπόρια — ὁδοιπόριον passagemoney neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίας — ὁδοιπορίᾱς , ὁδοιπορία walking fem acc pl ὁδοιπορίᾱς , ὁδοιπορία walking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίαι — ὁδοιπορία walking fem nom/voc pl ὁδοιπορίᾱͅ , ὁδοιπορία walking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίαν — ὁδοιπορίᾱν , ὁδοιπορία walking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιποριῶν — ὁδοιπορία walking fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίαις — ὁδοιπορία walking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίη — ὁδοιπορία walking fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)